- σκάψη
- η, Νεκσκαφή, σκάψιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαψ- τού αορ. έ-σκαψ-α τού σκάβω + κατάλ. -η (πρβλ. λύσ-η). Η λ., στον λόγιο τ. σκάψις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάψῃ — σκάπτω dig aor subj mid 2nd sg σκάπτω dig aor subj act 3rd sg σκάπτω dig fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)